μητιώ

μητιώ
μητιῶ, -άω (Α) [μήτις (Ι)]
1. μελετώ, διαβουλεύομαι, σκέπτομαι («καθείατο μητιόωντες βουλάς», Ομ. Ιλ.)
2. σχεδιάζω, μηχανεύομαι, επινοώ («νόστον Ὀδυσσῆι... μητιόωσα», Ομ. Οδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μητιῶ — μητιάω meditate pres imperat mp 2nd sg μητιάω meditate pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μητιάω meditate pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μητιάω meditate pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) μητιάω meditate pres ind act 1st… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμητιώ — ἐπιμητιῶ, άω (Α) σκέφτομαι, συλλογίζομαι πώς να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μητιώ «στοχάζομαι» (< μήτις «σώφρων σκέψη, σχέδιο»)] …   Dictionary of Greek

  • μήτιμα — μήτιμα, τὸ (Α) [μητιώ] μήτις* (Ι) …   Dictionary of Greek

  • συμμητιώμαι — άομαι, Α (επικ. τ.) συσκέπτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μητιῶ «σκέπτομαι, σχεδιάζω, επινοώ» (< μῆτις «φρόνηση, ευφυΐα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”